Κατερίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Κατερίνα | οι | Κατερίνες |
| γενική | της | Κατερίνας | των | (Κατερίνων) |
| αιτιατική | την | Κατερίνα | τις | Κατερίνες |
| κλητική | Κατερίνα | Κατερίνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κατερίνα < Αικατερίνα / Αικατερίνη[1] < ελληνιστική κοινή Αἰκατερίνη / Αἰκατερίνα < (ίσως) *Εκατερίνη < Ἑκατερός < ἑκάτερος.[2] [3]
- Από την αρχαία εποχή παρετυμολογείται από το καθαρός, και γι’ αυτό έχουμε σε ξενόγλωσσες παραλλαγές του ονόματος το th: Catherine.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.teˈɾi.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐τε‐ρί‐να
Συγγενικά
και χαϊδευτικά του Αικατερίνη
Μεταφράσεις
Κατερίνα
|
→ δείτε τη λέξη Αικατερίνη |
Αναφορές
- με αποβολή του αρκτικού φωνήεντος
- ή < Ἑκάτη.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.