τσαρδάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσαρδάκι τα τσαρδάκια
      γενική
    αιτιατική το τσαρδάκι τα τσαρδάκια
     κλητική τσαρδάκι τσαρδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσαρδάκι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چارطاق (çârdâk, εξοχικό σπίτι), τουρκική çardak + < περσική چارتاق (čârtâq, τέσσερις καμάρες / αψίδες) < چار (čâr, τέσσερις) +‎ طاق (tâq, καμάρα, αψίδα)

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡saɾˈða.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσαρδάκι

Ουσιαστικό

τσαρδάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τσαρδί

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.