ὑπερβάλλω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ὑπερβάλλω
- ρίχνω βολή επάνω σε ή πέρα από ένα σημείο, υπερακοντίζω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 843 (842-843)
- τὸ τρίτον αὖτ᾽ ἔρριψε μέγας Τελαμώνιος Αἴας, | χειρὸς ἄπο στιβαρῆς, καὶ ὑπέρβαλε σήματα πάντων.
- τρίτος ο Αίας έριξε με το βαρύ του χέρι | και [ο δίσκος] όλα επέρασε των άλλων τα σημάδια.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τὸ τρίτον αὖτ᾽ ἔρριψε μέγας Τελαμώνιος Αἴας, | χειρὸς ἄπο στιβαρῆς, καὶ ὑπέρβαλε σήματα πάντων.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 843 (842-843)
- (για κυνηγόσκυλα) τρέχω πιο πέρα, προσπερνάω, ξεπερνώ τα ίχνη
- νικώ
- υπερακοντίζω, υπερτερώ, ξεπερνώ, υπερισχύω, επικρατώ, κυριαρχώ, υπερνικώ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 148.3
- ὁ δὲ δὴ λαβύρινθος καὶ τὰς πυραμίδας ὑπερβάλλει.
- αλλά τούτος ο λαβύρινθος ξεπερνάει και τις πυραμίδες.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ὁ δὲ δὴ λαβύρινθος καὶ τὰς πυραμίδας ὑπερβάλλει.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 148.3
- υπερβαίνω τα όρια
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Περὶ τοῦ στεφάνου (Ὑπὲρ Κτησιφῶντος), 275
- Αἰσχίνης τοίνυν τοσοῦτον ὑπερβέβληκεν ἅπαντας ἀνθρώπους ὠμότητι καὶ συκοφαντίᾳ, ὥστε καὶ ὧν αὐτὸς ὡς ἀτυχημάτων ἐμέμνητο, καὶ ταῦτ᾽ ἐμοῦ κατηγορεῖ.
- Ο Αισχίνης λοιπόν τόσο πολύ έχει ξεπεράσει κάθε άνθρωπο σε ωμότητα και συκοφαντία, ώστε να κατηγορεί εμένα ακόμη και γι᾽ αυτά που ο ίδιος τα ανέφερε ως ατυχήματα.
- Μετάφραση (2012): Α.Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- Αἰσχίνης τοίνυν τοσοῦτον ὑπερβέβληκεν ἅπαντας ἀνθρώπους ὠμότητι καὶ συκοφαντίᾳ, ὥστε καὶ ὧν αὐτὸς ὡς ἀτυχημάτων ἐμέμνητο, καὶ ταῦτ᾽ ἐμοῦ κατηγορεῖ.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Περὶ τοῦ στεφάνου (Ὑπὲρ Κτησιφῶντος), 275
- καθυστερώ (+ προσδιορισμός χρόνου διάρκειας)
- ↪ ὑπερβάλλω τὰς τρεῖς ἡμέρας (καθυστερώ περισσότερο από τρεις μέρες)
- είμαι υπερβολικός, δεν έχω μέτρο
- προχωρώ μπροστά όλο και περισσότερο
- διέρχομαι, διασχίζω βουνά, ποτάμια κ.λ.π.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 7, 5.1
- Ὑπερβάλλουσι δὲ πρὸς τοὺς ὑπὲρ Βυζαντίου Θρᾷκας εἰς τὸ Δέλτα καλούμενον·
- :Ύστερα ο στρατός περνάει τα βουνά και φτάνει στους Θράκες που κατοικούν πάνω από το Βυζάντιο, σε μια περιοχή που ονομάζεται Δέλτα.
- Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 7, 5.1
- ( για πλοία) παρακάμπτω το ακρωτήρι
- (για νερό) χύνομαι, υπερχειλίζω, ξεχειλίζω
- (για τον Ήλιο) βρίσκομαι στο υψηλότερο σημείο ή στη μέγιστη θερμοκρασία
- (στη μέση φωνή) πλειοδοτώ, προσφέρω ανώτερη τιμή
- (στη μέση φωνή) αναβάλλω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 9.3
- κείνην τε δὴ ὑπερβάλλεσθαι τὴν ἀπόδοσιν τῶν ἵππων, βουλομένην ὡς πλεῖστον χρόνον συνεῖναι τῷ Ἡρακλέϊ,
- Λοιπόν, λένε πως εκείνη όλο κι ανέβαλε να του δώσει πίσω τις φοράδες, γιατί ήθελε όσο γίνεται πιο πολύ καιρό να έχει τον Ηρακλή κοντά της,
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- κείνην τε δὴ ὑπερβάλλεσθαι τὴν ἀπόδοσιν τῶν ἵππων, βουλομένην ὡς πλεῖστον χρόνον συνεῖναι τῷ Ἡρακλέϊ,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 9.3
- (στη μέση φωνή) καθυστερώ, αργοπορώ, χρονοτριβώ
- (στη μέση φωνή) αναδεικνύομαι νικητής, κατακτώ
- (στη μέση φωνή) ξεπερνώ, υπερισχύω, επικρατώ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 71.1
- Ἑλλήνων δέ, ἀγαθῶν γενομένων καὶ Τεγεητέων καὶ Ἀθηναίων, ὑπερεβάλοντο ἀρετῇ Λακεδαιμόνιοι.
- κι απ᾽ τους Έλληνες, όσο κι αν αποδείχτηκαν παλικάρια και οι Τεγεάτες και οι Αθηναίοι, τους ξεπέρασαν στην ανδρεία οι Λακεδαιμόνιοι.
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Ἑλλήνων δέ, ἀγαθῶν γενομένων καὶ Τεγεητέων καὶ Ἀθηναίων, ὑπερεβάλοντο ἀρετῇ Λακεδαιμόνιοι.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Μενέξενος (αμφισβητείται), 247a
- ὧν ἕνεκα καὶ πρῶτον καὶ ὕστατον καὶ διὰ παντὸς πᾶσαν πάντως προθυμίαν πειρᾶσθε ἔχειν ὅπως μάλιστα μὲν ὑπερβαλεῖσθε καὶ ἡμᾶς καὶ τοὺς πρόσθεν εὐκλείᾳ·
- Οι λόγοι αυτοί επιβάλλουν ν᾽ αγωνίζεστε μ᾽ όλες τις δυνάμεις σας σε κάθε στιγμή, και στην αρχή και στο τέλος της ζωής σας και σ᾽ όλη τη ζωή σας, για να ξεπεράσετε σε δόξα όσο μπορείτε πιο πολύ κι εμάς κι όλους τους προγόνους μας·
- Μετάφραση (1951): Νικόλαος Κορκοφίγκας. @greek‑language.gr
- ὧν ἕνεκα καὶ πρῶτον καὶ ὕστατον καὶ διὰ παντὸς πᾶσαν πάντως προθυμίαν πειρᾶσθε ἔχειν ὅπως μάλιστα μὲν ὑπερβαλεῖσθε καὶ ἡμᾶς καὶ τοὺς πρόσθεν εὐκλείᾳ·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 71.1
- επικός τύπος : ενεστώτας ὑπειρβάλλω
- επικός τύπος : αόριστος ὑπειρέβαλον
- ιωνικός τύπος : μέλλων ὑπερβαλέω
Συγγενικά
- ἀνθυπερβάλλω
- καθυπερβάλλω
- προσυπερβάλλω
- συνυπερβάλλω
- ὑπερβαλλόντως
- ὑπερβολάδην
- ὑπερβολαῖος
- ὑπερβολή
- ὑπερβολία
- ὑπερβολικός
- ὑπερβόλιμος
- ὑπερβόλιον
- ἀνυπέρβλητος
- εὐυπέρβλητος
- ὑπέρβλημα
→ και δείτε τη λέξη βάλλω
Εκφράσεις
- ὑπερβάλλω τόν καιρόν (ξεπερνάω τα λογικά όρια)
- → δείτε παράθεμα στο ὑπερβάλλων
- ὑπερβάλλω τὸν χρόνον (αργώ πολύ)
- τὰ ὑπερβάλλοντα
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- ὑπερβάλλω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑπερβάλλω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.