αργώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αργώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀργῶ, συνηρημένος τύπος του ἀργέω < ἀργός
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐γώ
Ρήμα
αργώ, αόρ.: άργησα (χωρίς παθητική φωνή)
- δεν εργάζομαι, έχω αργία
- ↪ 'Οι δημόσιες υπηρεσίες σήμερα αργούν.
- κάνω κάτι με αργό τρόπο
- ↪ Καλός είναι στη δουλειά του ο Γιώργος, αλλά αργεί.
- χρειάζομαι ακόμα αρκετό χρόνο για να τελειώσω κάτι
- ↪ Θα αργήσεις πολύ να ετοιμάσεις το άρθρο σου;
- χρειάζομαι ακόμα αρκετό χρόνο για να τελειώσω, να ολοκληρωθώ
- ↪ Τι έγινε το άρθρο σου; Αργεί πολύ ακόμα;
- καθυστερώ να φτάσω κάπου
- ↪ Πάλι άργησε στο ραντεβού η Μαρία!
- ↪ Όταν του μιλάω πάντα ' αργεί ' να απαντήσει.
- αργεύω (ιδιωματικό)[1]
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αργός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αργώ | αργούσα | θα αργώ | να αργώ | αργώντας | |
| β' ενικ. | αργείς | αργούσες | θα αργείς | να αργείς | ||
| γ' ενικ. | αργεί | αργούσε | θα αργεί | να αργεί | ||
| α' πληθ. | αργούμε | αργούσαμε | θα αργούμε | να αργούμε | ||
| β' πληθ. | αργείτε | αργούσατε | θα αργείτε | να αργείτε | αργείτε | |
| γ' πληθ. | αργούν(ε) | αργούσαν(ε) | θα αργούν(ε) | να αργούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | άργησα | θα αργήσω | να αργήσω | αργήσει | ||
| β' ενικ. | άργησες | θα αργήσεις | να αργήσεις | άργησε | ||
| γ' ενικ. | άργησε | θα αργήσει | να αργήσει | |||
| α' πληθ. | αργήσαμε | θα αργήσουμε | να αργήσουμε | |||
| β' πληθ. | αργήσατε | θα αργήσετε | να αργήσετε | αργήστε | ||
| γ' πληθ. | άργησαν αργήσαν(ε) |
θα αργήσουν(ε) | να αργήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αργήσει | είχα αργήσει | θα έχω αργήσει | να έχω αργήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αργήσει | είχες αργήσει | θα έχεις αργήσει | να έχεις αργήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αργήσει | είχε αργήσει | θα έχει αργήσει | να έχει αργήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αργήσει | είχαμε αργήσει | θα έχουμε αργήσει | να έχουμε αργήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αργήσει | είχατε αργήσει | θα έχετε αργήσει | να έχετε αργήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αργήσει | είχαν αργήσει | θα έχουν αργήσει | να έχουν αργήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.