ὑπερβεβλημένος

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὑπερβεβλημένος ὑπερβεβλημένη τὸ ὑπερβεβλημένον
      γενική τοῦ ὑπερβεβλημένου τῆς ὑπερβεβλημένης τοῦ ὑπερβεβλημένου
      δοτική τῷ ὑπερβεβλημέν τῇ ὑπερβεβλημέν τῷ ὑπερβεβλημέν
    αιτιατική τὸν ὑπερβεβλημένον τὴν ὑπερβεβλημένην τὸ ὑπερβεβλημένον
     κλητική ! ὑπερβεβλημένε ὑπερβεβλημένη ὑπερβεβλημένον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὑπερβεβλημένοι αἱ ὑπερβεβλημέναι τὰ ὑπερβεβλημέν
      γενική τῶν ὑπερβεβλημένων τῶν ὑπερβεβλημένων τῶν ὑπερβεβλημένων
      δοτική τοῖς ὑπερβεβλημένοις ταῖς ὑπερβεβλημέναις τοῖς ὑπερβεβλημένοις
    αιτιατική τοὺς ὑπερβεβλημένους τὰς ὑπερβεβλημένᾱς τὰ ὑπερβεβλημέν
     κλητική ! ὑπερβεβλημένοι ὑπερβεβλημέναι ὑπερβεβλημέν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑπερβεβλημένω τὼ ὑπερβεβλημέν τὼ ὑπερβεβλημένω
      γεν-δοτ τοῖν ὑπερβεβλημένοιν τοῖν ὑπερβεβλημέναιν τοῖν ὑπερβεβλημένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

ὑπερβεβλημένος ,-η, -ον συχνά σε επιθετική λειτουργία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.