ὑπερβεβλημένος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ὑπερβεβλημένος | ἡ | ὑπερβεβλημένη | τὸ | ὑπερβεβλημένον |
| γενική | τοῦ | ὑπερβεβλημένου | τῆς | ὑπερβεβλημένης | τοῦ | ὑπερβεβλημένου |
| δοτική | τῷ | ὑπερβεβλημένῳ | τῇ | ὑπερβεβλημένῃ | τῷ | ὑπερβεβλημένῳ |
| αιτιατική | τὸν | ὑπερβεβλημένον | τὴν | ὑπερβεβλημένην | τὸ | ὑπερβεβλημένον |
| κλητική ὦ! | ὑπερβεβλημένε | ὑπερβεβλημένη | ὑπερβεβλημένον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ὑπερβεβλημένοι | αἱ | ὑπερβεβλημέναι | τὰ | ὑπερβεβλημένᾰ |
| γενική | τῶν | ὑπερβεβλημένων | τῶν | ὑπερβεβλημένων | τῶν | ὑπερβεβλημένων |
| δοτική | τοῖς | ὑπερβεβλημένοις | ταῖς | ὑπερβεβλημέναις | τοῖς | ὑπερβεβλημένοις |
| αιτιατική | τοὺς | ὑπερβεβλημένους | τὰς | ὑπερβεβλημένᾱς | τὰ | ὑπερβεβλημένᾰ |
| κλητική ὦ! | ὑπερβεβλημένοι | ὑπερβεβλημέναι | ὑπερβεβλημένᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑπερβεβλημένω | τὼ | ὑπερβεβλημένᾱ | τὼ | ὑπερβεβλημένω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ὑπερβεβλημένοιν | τοῖν | ὑπερβεβλημέναιν | τοῖν | ὑπερβεβλημένοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
ὑπερβεβλημένος ,-η, -ον συχνά σε επιθετική λειτουργία
- μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου (ὑπερβέβλημαι) του ρήματος ὑπερβάλλω: εξαίρετος, έξοχος, λαμπρός
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 153
- τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην | γυναῖκα;
- Τέλεια γυναίκα ποιά θα πεις πως είναι;
- Μετάφραση (1972): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην | γυναῖκα;
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 153
Πηγές
- ὑπερβάλλω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑπερβάλλω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ΜΟΡΦΩ@ΛΟΓΕΙΟΝ
- μορφολογία@perseus.tufts.edu
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.