υπερχειλίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπερχειλίζω < μεσαιωνική ελληνική υπερχειλώ + -ίζω < (ελληνιστική κοινή) ὑπερχειλής < ὑπέρ + αρχαία ελληνική χεῖλος
Συγγενικά
- υπερχείλιση
- → δείτε τις λέξεις υπέρ και χείλος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπερχειλίζω | υπερχείλιζα | θα υπερχειλίζω | να υπερχειλίζω | υπερχειλίζοντας | |
| β' ενικ. | υπερχειλίζεις | υπερχείλιζες | θα υπερχειλίζεις | να υπερχειλίζεις | υπερχείλιζε | |
| γ' ενικ. | υπερχειλίζει | υπερχείλιζε | θα υπερχειλίζει | να υπερχειλίζει | ||
| α' πληθ. | υπερχειλίζουμε | υπερχειλίζαμε | θα υπερχειλίζουμε | να υπερχειλίζουμε | ||
| β' πληθ. | υπερχειλίζετε | υπερχειλίζατε | θα υπερχειλίζετε | να υπερχειλίζετε | υπερχειλίζετε | |
| γ' πληθ. | υπερχειλίζουν(ε) | υπερχείλιζαν υπερχειλίζαν(ε) |
θα υπερχειλίζουν(ε) | να υπερχειλίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπερχείλισα | θα υπερχειλίσω | να υπερχειλίσω | υπερχειλίσει | ||
| β' ενικ. | υπερχείλισες | θα υπερχειλίσεις | να υπερχειλίσεις | υπερχείλισε | ||
| γ' ενικ. | υπερχείλισε | θα υπερχειλίσει | να υπερχειλίσει | |||
| α' πληθ. | υπερχειλίσαμε | θα υπερχειλίσουμε | να υπερχειλίσουμε | |||
| β' πληθ. | υπερχειλίσατε | θα υπερχειλίσετε | να υπερχειλίσετε | υπερχειλίστε | ||
| γ' πληθ. | υπερχείλισαν υπερχειλίσαν(ε) |
θα υπερχειλίσουν(ε) | να υπερχειλίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπερχειλίσει | είχα υπερχειλίσει | θα έχω υπερχειλίσει | να έχω υπερχειλίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπερχειλίσει | είχες υπερχειλίσει | θα έχεις υπερχειλίσει | να έχεις υπερχειλίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υπερχειλίσει | είχε υπερχειλίσει | θα έχει υπερχειλίσει | να έχει υπερχειλίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπερχειλίσει | είχαμε υπερχειλίσει | θα έχουμε υπερχειλίσει | να έχουμε υπερχειλίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπερχειλίσει | είχατε υπερχειλίσει | θα έχετε υπερχειλίσει | να έχετε υπερχειλίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπερχειλίσει | είχαν υπερχειλίσει | θα έχουν υπερχειλίσει | να έχουν υπερχειλίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.