αναβάλλω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναβάλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναβάλλω < ἀνά + βάλλω
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.naˈva.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐βάλ‐λω
- ομόηχο: αναβάλω
Ρήμα
αναβάλλω, πρτ.: ανέβαλλα, αόρ.: ανέβαλα, παθ.φωνή: αναβάλλομαι, π.αόρ.: αναβλήθηκα
- μεταθέτω την εκτέλεση πράξεως σε μελλοντικό καθορισμένο ή ακαθόριστο χρόνο
- ↪ ο αγώνας αναβλήθηκε λόγω κακοκαιρίας
- ↪ αναβάλλει συνεχώς την επίσκεψή του
- ↪ θα αναβάλω το ραντεβού για την επόμενη εβδομάδα
Συγγενικά
- αναβαλλόμενος
- αναβεβλημένος
- αναβλητικός
- αναβλητικότητα
- αναβολέας
- αναβολή
- αναβολικό
- αναβολικός
Κλίση
- → λείπει η κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.