πλειοδοτώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πλειοδοτώ < από το πλειοδότης
Ρήμα
πλειοδοτώ
- κάνω μεγαλύτερη προσφορά σε δημοπρασία ή πλειστηριασμό, για να αποκτήσω κάτι
- Λέγεται πως μια μεγάλη ισπανική ομάδα πλειοδοτεί για την απόκτηση του νεαρού παίκτη.
- κάνω καλύτερη προσφορά για να αναλάβω την εκτέλεση έργου
- Τελικά, η κοινοπραξία πλειοδότησε και ανέλαβε το έργο του νέου αυτοκινητόδρομου.
- (μεταφορικά) υπερθεματίζω, υποστηρίζω ένα θέμα ή μια άποψη, προτείνοντας κάτι παραπάνω
- Αναμένεται πως η αντιπολίτευση θα πλειοδοτήσει στη συζήτηση για το νομοσχέδιο.
Αντώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πλειοδοτώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.