υπερτερώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπερτερώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπερτερῶ, συνηρημένος τύπος του ὑπερτερέω < αρχαία ελληνική ὑπέρτερος < ὑπέρ + -τερος
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπερτερώ | υπερτερούσα | θα υπερτερώ | να υπερτερώ | υπερτερώντας | |
| β' ενικ. | υπερτερείς | υπερτερούσες | θα υπερτερείς | να υπερτερείς | ||
| γ' ενικ. | υπερτερεί | υπερτερούσε | θα υπερτερεί | να υπερτερεί | ||
| α' πληθ. | υπερτερούμε | υπερτερούσαμε | θα υπερτερούμε | να υπερτερούμε | ||
| β' πληθ. | υπερτερείτε | υπερτερούσατε | θα υπερτερείτε | να υπερτερείτε | υπερτερείτε | |
| γ' πληθ. | υπερτερούν(ε) | υπερτερούσαν(ε) | θα υπερτερούν(ε) | να υπερτερούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπερτέρησα | θα υπερτερήσω | να υπερτερήσω | υπερτερήσει | ||
| β' ενικ. | υπερτέρησες | θα υπερτερήσεις | να υπερτερήσεις | υπερτέρησε | ||
| γ' ενικ. | υπερτέρησε | θα υπερτερήσει | να υπερτερήσει | |||
| α' πληθ. | υπερτερήσαμε | θα υπερτερήσουμε | να υπερτερήσουμε | |||
| β' πληθ. | υπερτερήσατε | θα υπερτερήσετε | να υπερτερήσετε | υπερτερήστε | ||
| γ' πληθ. | υπερτέρησαν υπερτερήσαν(ε) |
θα υπερτερήσουν(ε) | να υπερτερήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπερτερήσει | είχα υπερτερήσει | θα έχω υπερτερήσει | να έχω υπερτερήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπερτερήσει | είχες υπερτερήσει | θα έχεις υπερτερήσει | να έχεις υπερτερήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υπερτερήσει | είχε υπερτερήσει | θα έχει υπερτερήσει | να έχει υπερτερήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπερτερήσει | είχαμε υπερτερήσει | θα έχουμε υπερτερήσει | να έχουμε υπερτερήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπερτερήσει | είχατε υπερτερήσει | θα έχετε υπερτερήσει | να έχετε υπερτερήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπερτερήσει | είχαν υπερτερήσει | θα έχουν υπερτερήσει | να έχουν υπερτερήσει |
| |
Μεταφράσεις
υπερτερώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.