κατακτώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατακτώ < αρχαία ελληνική κατακτάομαι / κατακτῶμαι < κατά + κτάομαι / κτῶμαι ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική conquérir)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.taˈkto/
Ρήμα
κατακτώ (μέσο: κατακτιέμαι και κατακτώμαι)
- κυριεύω μια περιοχή ή μια χώρα, συνήθως χρησιμοποιώντας στρατιωτική δύναμη κι αφαιρώντας την πολιτική της ανεξαρτησία
- αποκτώ πρόσβαση σε ένα χώρο που δεν είχα πριν
- ο άνθρωπος κατέκτησε το φεγγάρι
- αποκτώ κάτι με επίμονες προσπάθειες, επιτυγχάνω ένα στόχο
- η ομάδα επιδιώκει να κατακτήσει το πρωτάθλημα
- ασκώ θετική επίδραση σε κάποιον με τη συμπεριφορά μου
- προκαλώ ερωτική έλξη κι ενδιαφέρον σε κάποιον
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.