νικητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νικητής | οι | νικητές |
| γενική | του | νικητή | των | νικητών |
| αιτιατική | τον | νικητή | τους | νικητές |
| κλητική | νικητή | νικητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νικητής < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νικητής < νικάω / νικῶ + -τής
Ουσιαστικό
νικητής αρσενικό (θηλυκό: νικήτρια)
- το πρόσωπο που πετυχαίνει τη νίκη, υπερισχύοντας σε κάποια αναμέτρηση με έναν ή πολλούς αντιπάλους
- ο νικητής των εκλογών, η νικήτρια ομάδα
Εκφράσεις
- ο μεγάλος νικητής: αυτός που πετυχαίνει τη μεγαλύτερη νίκη σε κάτι
- το φίλαθλο πνεύμα ήταν ο μεγάλος νικητής του αγώνα
Συγγενικά
Συνώνυμα
- γκανιάν
- δαφνοστεφανωμένος
- θριαμβευτής
- κατακτητής
- κερδίζων, κερδίζουσα, κερδίζον
- κερδισμένος
- τροπαιούχος
Μεταφράσεις
νικητής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.