ὑπερβολή
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ὑπερβολή < ὑπερβάλλω
Ουσιαστικό
ὑπερβολή
- το ξεπέρασμα, η υπέρβαση
- η πάροδος
- (ειδικότερα) το πέρασμα ανάμεσα σε βουνά
- η τελειότητα
- (αστρονομία) το ύψος ενός άστρου στον ουρανό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.