έξοχος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- έξοχος < αρχαία ελληνική ἔξοχος
Επίθετο
έξοχος, -η, -ο
- πάρα πολύ καλός
- Ο καιρός ήταν έξοχος.
- Εκτός από ποιητής ήταν και ένας έξοχος θεατρικός συγγραφέας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.