ὀρδινιά

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ὀρδινιά < ὀρδινιάζω ή ὄρδιν(ος) + -ιά

Ουσιαστικό

ὀρδινιά θηλυκό

  1. σειρά, στοίχος, αράδα
      17ος αιώνας Μάρκος-Αντωνίος Φώσκολος, Φορτουνάτος, έμμετρη κωμωδία, Πράξη Γ', στίχ. 113 (111-113) @anemi.lib.uoc.gr
    Τὸν ἀδερφό μου γύρεψε, κερὰ Πετροῦ, τὸ φράρο,
    καὶ πέ του νἄρθῃ ὥς ἐδεπά, γὶα νὰ τὸν ἀβιζάρω,
    εἰς ὀρδινιὰ νὰ ’ναι καὶ αὐτὸς, καλὰ νὰ τόνε δείρῃ.
    Φώσκολος, Μάρκος Αντώνιος,1597-1662, Φορτουνάτος :Κωμωδία ανέκδοτος /Μάρκου Αντωνίου Φώσκολου, το πρώτον εκ του αυτόγραφου του ποιητού εκδιδομένη υπό Στεφ. Ξανθουδίδου, εκδόσεις: ¨Ελευθερουδάκης¨, Αθήνα 1922, σελ. 95.
  2. κανονική σειρά, τάξη
      15ος αιώνας, Μαρίνος Φαλιέρος, Ρίμα Παρηγορητική, (κατά τον κώδικα 1549 της Λαυρεντιανής Βιβλιοθήκης της Φλωρεντίας), στίχ. 29 (στίχοι 29-30) @ir.lib.uth.gr
    Ἄν ἔν’ κ’ ἐβάλαν ὀρδινιὰ τὸ λοιπονίς οἱ τρόποι,
    δέν πρέπει ὥσπερ τὰ κτήματα νὰ ζοῦσιν οἱ ἀνθρῶποι.
      17ος αιώνας Μάρκος-Αντωνίος Φώσκολος, Φορτουνάτος, έμμετρη κωμωδία, Πράξη Α', στίχ. 167 (167-168) @anemi.lib.uoc.gr
    πάραυτας βάνω ’ς ὀρδινιά, κ’ ἓνα ζεστὸ γλυστήρι
    τςὶ βάνω κάτω νὰ μπορῇ τὸν πόνον νὰ τςὶ σύρῃ,
    Φώσκολος, Μάρκος Αντώνιος,1597-1662, Φορτουνάτος :Κωμωδία ανέκδοτος /Μάρκου Αντωνίου Φώσκολου, το πρώτον εκ του αυτόγραφου του ποιητού εκδιδομένη υπό Στεφ. Ξανθουδίδου, εκδόσεις: ¨Ελευθερουδάκης¨, Αθήνα 1922, σελ. 48.
  3. (συνεκδοχικά) ακολουθία προσώπων, συνοδεία
  4. (για στράτευμα) παράταξη
  5. (συνεκδοχικά) στρατιωτικό σώμα
  6. (για αφήγηση) συνοχή, ειρμός, λεπτομέρεια
  7. προετοιμασία
  8. (για στρατό) εξοπλισμός
  9. (για άλογο) ιπποσκευή
  10. μέθοδος, τρόπος
      16ος αιώνας, Ιωάννης Πικατόρος Ρίμα θρηνητική Εἰς τὸν πικρὸν καὶ ἀκόρεστον Ἅδην, στίχος 73 (στίχοι 72-73)
    • Τὸ δεῖν τον, ἐφοβήθηκα κ’ εἶπα: «Ἄς διαγείρω πίσω
      καὶ ἂς κάμω τρόπον καὶ ὀρδινιὰ τὴν στράταν νὰ γυρίσω.
      Κριαράς Εμμανουήλ, Η «Ρίμα θρηνητική» του Ιωάννου Πικατόρου, Ακαδημία Αθηνών, Επετηρίς του Μεσαιωνικού Αρχείου Β' (1942), σελ. 21
    • τὸ ’δεῖν τον ἐφοβήθηκα κ’ εἶπ᾿ ἂς διαγύρω ’πίσω,
      κι ἂς κάμω τρόπον κι ὀρδινιὰ τὴν στράταν νὰ γυρίσω.
      Carmina Graeca medii aevi. Λειψία, Γερμανία: B. G. Teubner, εκδότης: Wilhelm Wagner, 1874, σελ. 226 @books.google.gr
  11. (για στρατιωτική επιχείρηση) πολεμική τακτική
  12. (συνεκδοχικά) σκέψη, μυαλό
  13. συνήθεια, τάξη
      16ος/17ος αιώνας Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος/Α, στίχ. 437 (437-440)
    Του ύπνου τες ανάπαψες, την ορδινιά που κράτει,
    που ύστερη να σηκωθεί ήτον απ' το κρεβάτι,
    ήφηκε, δεν τες θέλει πλιό, εις άλλες έγνοιες μπαίνει,
    και φαίνεταί τση κ' η αγρυπνιά τη θρέφει, την παχαίνει.
  14. εντολή, διαταγή
      16ος/17ος αιώνας Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος/Β, στίχ. 2443 (2443-2444)
    Να τον-ε συντροφιάσουσιν, είναι ορδινιά του Ρήγα,
    και με παιγνίδια και χαρές στο σπίτι τον επήγα'.
      17ος αιώνας, Λεηλασία της παροικίας της Πάρου, Κρητικό ποίημα, ανωνύμου
    • στίχ. 41 (στίχοι 41-44)
      Σκορπᾶται ἡ ὀρδινιὰ ἀπάνω κάτω
      νὰ ἀρχίσῃ νὰ μαρκιάρῃ τὸ φουσσᾶτο
      καὶ πᾶσα εἰς στὴν τάξιν του νὰ πηαίνῃ
      καὶ ὅλοι νὰ περπατοῦσι ἀρματωμένοι.
    Εμμανουήλ Κριαράς, Λεηλασία της παροικίας της Πάρου. Κρητικό ποίημα του 17ου αιώνα, Εκδοτικός Οίκος: Τύποις Παρασκευά Λεώνη, Αθήνα 1938, σελ. 14
    • στίχ. 62 (στίχοι 61-64)
      Μὰ πρὶ<ν> κινήσῃ ἀπ' τὰ Χανιὰ νὰ πηαίνῃ,
      εἶχε ὁ βιζίρης ὀρδινιὰ δοσμένη
      [τοῦ] Μουσταφᾶ-πασᾶ τοῦ καπετάνο
      λαὸ νὰ κουβαλῇ στὴν Κρήτη ἀπάνω.
    Εμμανουήλ Κριαράς, Λεηλασία της παροικίας της Πάρου. Κρητικό ποίημα του 17ου αιώνα, Εκδοτικός Οίκος: Τύποις Παρασκευά Λεώνη, Αθήνα 1938, σελ. 15
  15. θεία εντολή
      15ος αιώνας, Μαρίνος Φαλιέρος, Ρίμα Παρηγορητική, (κατά τον κώδικα 1549 της Λαυρεντιανής Βιβλιοθήκης της Φλωρεντίας), στίχ. 78 (στίχοι 77-80) @ir.lib.uth.gr
    Ὀϊμένα, φίλε μου καλέ, πῶς ἔν’ καλὸ νὰ ζοῦμε
    κατὰ τὴν ἅγια ὀρδινιὰ αὑτήν ὁποὺ κρατοῦμε·
    τοῦτο νὰ κλαὶς καὶ νὰ πονῇς καὶ νὰ πικρολογᾶσαι,
    νὰ χαίρεσαι, ν’ ἀγάλλεσαι καὶ νὰ μοιρολογᾶσαι·
  16. συμβουλή, νουθεσία
  17. διαθήκη
  18. κανονισμός, νόμος
  19. νόμος της φύσης
      15ος αιώνας, Μαρίνος Φαλιέρος, Ρίμα Παρηγορητική, (κατά τον κώδικα 1549 της Λαυρεντιανής Βιβλιοθήκης της Φλωρεντίας), στίχ. 263 (στίχοι 261-264) @ir.lib.uth.gr
    Ἰδοὺ μὲ τὴν διαφώτισιν τοῦ νοῦ νὰ τὰ πιάνῃς,
    νὰ βρῇς καὶ μαστοριὲς πολλὲς καὶ τέχνες νὰ μανθάνῃς,
    καὶ νὰ μπορῇς νὰ μελετᾷς τὲς ὀρδινιὲς τῆς φύσης,
    καὶ τὸν Θεὸν ἀπὸ κοντὰ ἄν θέλῃς νὰ γνωρίσῃς.
  20. διακανονισμός, συμφωνία

  • ὀρδίνια
  • ὀρδινία
  • ὀρδουνία
  • ὀρδουνιά

Εκφράσεις

  • βάνομαι εἰς ὀρδινία
  • βάνω σὲ ὀρδινιά
  • βάνω σ’ ὀρδινιά(ν)
  • βάνω ὀρδινιά
  • εἶμαι εἰς ὀρδινιά, εὑρίσκομαι εἰς ὀρδινιά, στέκω εἰς ὀρδινιά
  • εἰς ὀρδινιάν
  • κάμνω ὀρδινιά
  • κάμνω τρόπον κι ὀρδινιά, εὑρίσκω μόδο κι ὀρδινιά
  • κατὰ ὀρδινίαν, σ’ ὀρδινίαν
  • κρατῶ ὀρδινιά
  • μπαίνω σ’ ὀρδινιά
  • μὲ ὀρδινιά
  • ἔχω ὀρδινιά, ποιῶ ὀρδινιά, στήνω ὀρδινιά
  • ὁρίζω μ’ ὀρδινία

Συγγενικά

  • ἀνορδίνιαστος
  • ὀρδινάριος
  • ὄρδινας
  • ὀρδίνως
  •  και δείτε τις λέξεις ὀρδινιάζω και ὄρδινος

Κλιτικοί τύποι

  • ὀρδινιά (ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού)
  • ὀρδινιές (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.