πολεμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολεμικός | η | πολεμική | το | πολεμικό |
| γενική | του | πολεμικού | της | πολεμικής | του | πολεμικού |
| αιτιατική | τον | πολεμικό | την | πολεμική | το | πολεμικό |
| κλητική | πολεμικέ | πολεμική | πολεμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολεμικοί | οι | πολεμικές | τα | πολεμικά |
| γενική | των | πολεμικών | των | πολεμικών | των | πολεμικών |
| αιτιατική | τους | πολεμικούς | τις | πολεμικές | τα | πολεμικά |
| κλητική | πολεμικοί | πολεμικές | πολεμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολεμικός < αρχαία ελληνική πολεμικός < πόλεμος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική polémique[1] [2] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική polemic[1])
Επίθετο
πολεμικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον πόλεμο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- κατάλληλος ή ικανός για πόλεμο
- (ουσιαστικοποιημένο) πολεμική
- (ουσιαστικοποιημένο) πολεμικό
Αντώνυμα
Συγγενικά
- πολεμικά
- πολεμικότητα
- → δείτε τη λέξη πόλεμος
Μεταφράσεις
πολεμικός
- πολεμικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πολεμικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.