ἀνορδίνιαστος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἀνορδίνιαστος < ἀν- + ὀρδινιάζω

Επίθετο

ἀνορδίνιαστος (απαντά και σήμερα ως ιδιωματικό σε Κρήτη, Μακεδονία και Νάξο)[1]

  1. ατακτοποίητος, ασυγύριστος
  2. (για στράτευμα) ανέτοιμος για μάχη

  • ἀρδίνιαστος

Συγγενικά

  •  δείτε τις λέξεις ὀρδινιά, ὀρδινιάζω και ὄρδινος

Αναφορές

  1. ἀνορδίνιαστος -  Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (19332022) ως το λήμμα «δόγης»

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.