ἀνορδίνιαστος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἀνορδίνιαστος < ἀν- + ὀρδινιάζω
Επίθετο
ἀνορδίνιαστος (απαντά και σήμερα ως ιδιωματικό σε Κρήτη, Μακεδονία και Νάξο)[1]
- ατακτοποίητος, ασυγύριστος
- (για στράτευμα) ανέτοιμος για μάχη
- ἀρδίνιαστος
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ὀρδινιά, ὀρδινιάζω και ὄρδινος
Αναφορές
- ἀνορδίνιαστος - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
Πηγές
- ἀνορδίνιαστος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.233, Τόμος 2 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.