ἀβιζάρω

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἀβιζάρω < ιταλική avvisare (ενημερώνω, ειδοποιώ)

Ρήμα

ἀβιζάρω (σε χρήση και σήμερα ως ιδιωματικό)

  1. γνωστοποιώ, ανακοινώνω κάτι σε κάποιον, ενημερώνω
      17ος αιώνας Μάρκος-Αντωνίος Φώσκολος, Φορτουνάτος, έμμετρη κωμωδία, Πράξη Γ', στίχ. 65 (65-66) @anemi.lib.uoc.gr
    σὰ πεθυμᾶς, τὴ ρουφιανιά, μὰ θὲ νὰ σ’ ἀβιζάρω·
    κατέχεις ἕναν ἀδερφὸ πὼς ἔχει ἡ νύφη φράρο;
    Φώσκολος, Μάρκος Αντώνιος,1597-1662, Φορτουνάτος :Κωμωδία ανέκδοτος /Μάρκου Αντωνίου Φώσκολου, το πρώτον εκ του αυτόγραφου του ποιητού εκδιδομένη υπό Στεφ. Ξανθουδίδου, εκδόσεις: ¨Ελευθερουδάκης¨, Αθήνα 1922, σελ. 92, 219.
      17ος αιώνας Μάρκος-Αντωνίος Φώσκολος, Φορτουνάτος, έμμετρη κωμωδία, Πράξη Γ', στίχ. 112 (111-113) @anemi.lib.uoc.gr
    Τὸν ἀδερφό μου γύρεψε, κερὰ Πετροῦ, τὸ φράρο,
    καὶ πέ του νἄρθῃ ὥς ἐδεπά, γὶα νὰ τὸν ἀβιζάρω,
    εἰς ὀρδινιὰ νὰ ’ναι καὶ αὐτὸς, καλὰ νὰ τόνε δείρῃ.
    Φώσκολος, Μάρκος Αντώνιος,1597-1662, Φορτουνάτος :Κωμωδία ανέκδοτος /Μάρκου Αντωνίου Φώσκολου, το πρώτον εκ του αυτόγραφου του ποιητού εκδιδομένη υπό Στεφ. Ξανθουδίδου, εκδόσεις: ¨Ελευθερουδάκης¨, Αθήνα 1922, σελ. 95, 219.
  2. ειδοποιώ

Συνώνυμα

  • ἀβερτίρω
  • ἀβιζιάζω

Συγγενικά

  • ἀβίζο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.