συνοδεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνοδεία οι συνοδείες
      γενική της συνοδείας των συνοδειών
    αιτιατική τη συνοδεία τις συνοδείες
     κλητική συνοδεία συνοδείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνοδεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνοδεία / συνοδία
η γραφή με ει αναφέρεται ήδη στο Λεξικό του Σουΐδα του 10ου αι. και δικαιολογείται από την ύπαρξη του ρήματος συνοδεύω

Προφορά

ΔΦΑ : /si.noˈði.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συνοδεία
παλιότερος συλλαβισμός: συνοδεία

Ουσιαστικό

συνοδεία θηλυκό

  1. η ενέργεια το ρήματος συνοδεύω, η κίνηση ενός ή περισσότερων ατόμων, οχημάτων, σκαφών κ.λπ., που ακολουθούν, προπορεύονται ή προχωρούν δίπλα σε άλλο άτομο, όχημα κ.λπ., συχνά με σκοπό την προστασία του ή την επίβλεψή του
  2. τα άτομα, οχήματα, σκάφη κλπ που συνοδεύουν κάποιον ή κάτι
  3. (μουσική) το παίξιμο μουσικού οργάνου ή συνόλου που συνοδεύει την εκτέλεση μιας κύριας μελωδίας από τραγουδιστή ή σολίστα

Επίρρημα

συνοδεία

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συνοδεί αἱ συνοδεῖαι
      γενική τῆς συνοδείᾱς τῶν συνοδειῶν
      δοτική τῇ συνοδεί ταῖς συνοδείαις
    αιτιατική τὴν συνοδείᾱν τὰς συνοδείᾱς
     κλητική ! συνοδεί συνοδεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνοδεί
γεν-δοτ τοῖν  συνοδείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνοδεία < συνοδ(εύω) + -εία < αρχαία ελληνική σύνοδος (=συνοδοιπόρος) < σύν + ὁδός

Ουσιαστικό

συνοδεία θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.