λεπτομέρεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λεπτομέρεια | οι | λεπτομέρειες |
| γενική | της | λεπτομέρειας | των | λεπτομερειών |
| αιτιατική | τη | λεπτομέρεια | τις | λεπτομέρειες |
| κλητική | λεπτομέρεια | λεπτομέρειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λεπτομέρεια < (ελληνιστική κοινή) λεπτομέρεια < αρχαία ελληνική λεπτομερής < λεπτός + μέρος
Ουσιαστικό
λεπτομέρεια θηλυκό
- ένα μικρό μέρος ενός ευρύτερου όλου
- ο πίνακας έχει σχεδόν τελειώσει και ο ζωγράφος δουλεύει τώρα κάποιες λεπτομέρειες
- κάτι το δευτερεύον
- αυτά είναι λεπτομέρειες, αλλού είναι η ουσία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.