στράτευμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στράτευμα τα στρατεύματα
      γενική του στρατεύματος των στρατευμάτων
    αιτιατική το στράτευμα τα στρατεύματα
     κλητική στράτευμα στρατεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στράτευμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στράτευμα[1] < στρατεύω (< στρατός)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈstɾatevma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στράτευμα

Ουσιαστικό

στράτευμα ουδέτερο (στρατιωτικός όρος)

  1. οι στρατιωτικές μονάδες (μιας χώρας) ως σύνολο
     συνώνυμα: στρατός
  2. (συνήθως στον πληθυντικό) σύνολο από στρατιωτικές μονάδες μεγάλου μεγέθους

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.