στράτευμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στράτευμα | τα | στρατεύματα |
| γενική | του | στρατεύματος | των | στρατευμάτων |
| αιτιατική | το | στράτευμα | τα | στρατεύματα |
| κλητική | στράτευμα | στρατεύματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στράτευμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στράτευμα[1] < στρατεύω (< στρατός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈstɾatevma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρά‐τευ‐μα
Ουσιαστικό
στράτευμα ουδέτερο (στρατιωτικός όρος)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη στρατεύομαι
Πηγές
- στράτευμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.