συμβουλή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συμβουλή | οι | συμβουλές |
| γενική | της | συμβουλής | των | συμβουλών |
| αιτιατική | τη | συμβουλή | τις | συμβουλές |
| κλητική | συμβουλή | συμβουλές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμβουλή < αρχαία ελληνική συμβουλή < συμ- (συν-) + βουλή
Προφορά
- ΔΦΑ : /siɱ.vuˈli/
Ουσιαστικό
συμβουλή θηλυκό
- η άποψη κάποιου ειδικού (ή ενός που γνωρίζει καλά ένα θέμα ή έχει εμπειρία), που απευθύνεται σε άτομο λιγότερο ειδικό (ή με λιγότερες ή καθόλου γνώσεις) και το κατευθύνει
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.