ψείρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ψείρα | οι | ψείρες |
| γενική | της | ψείρας | των | ψειρών |
| αιτιατική | την | ψείρα | τις | ψείρες |
| κλητική | ψείρα | ψείρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψείρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ψεῖρα < ελληνιστική κοινή φθείρ (θηλυκό· στην αιτιατική φθεῖρα), με παρετυμολογική σύνδεση του μεσαιωνικού προς το ψύλλα, ψύλλος < αρχαία ελληνική φθείρ (αρσενικό) [1] [2]

Σχέδια μιας ψείρας.
Ουσιαστικό
ψείρα θηλυκό
- (έντομο) άπτερο ζωύφιο που παρασιτεί στο δέρμα του ανθρώπου και των ζώων
- ↪ Πάλι τα παιδιά στο σχολείο γέμισαν ψείρες. Πρέπει να ενημερωθούν οι γονείς.
- (μεταφορικά στον πληθυντικόμ ψείρες) τα πολύ μικρά γράμματα
- ↪ Συγνώμη, δεν μπορώ να διαβάσω αυτές τις ψείρες, γράψε σε παρακαλώ πιο μεγάλα γράμματα.
- (μεταφορικά, στον πληθυντικό ψείρες) ανοησίες, βλακείες, ανούσια πράγματα
- ↪ Γιατί ασχολείσαι με ψείρες; Δεν με ενδιαφέρει τι φόρεμα φορούσε στη δεξίωση η σταρ!.
- (μεταφορικά) πολύ μικρό ακουστικό ή μικρόφωνο (συνήθως στερεωμένο έτσι ώστε να μην είναι ορατό)
- (μεταφορικά, κομμωτική) μικρό κοκαλάκι συνώνυμο του κκάμερ
Συγγενικά
- αιματόψειρα
- αρχιδόψειρα
- αψείριαστος / αψείριστος
- κοτόψειρα
- μουνόψειρα
- ξανθόψειρα
- ξεψειριάζω / ξεψειρίζω
- ξεψείριασμα / ξεψείρισμα
- φυτόψειρες
- ψειραλοιφή
- ψείρας
- ψειρής
- ψειριάζω / ψειρίζω
- ψειριάρης
- ψειριάρικος
- ψείριασμα / ψείρισμα
- ψειρού
Μεταφράσεις
ψείρα
|
Αναφορές
- ψείρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ψείρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ψείρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.