ψειρού

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψειρού οι ψειρούδες
      γενική της ψειρούς των ψειρούδων
    αιτιατική την ψειρού τις ψειρούδες
     κλητική ψειρού ψειρούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψειρού < ψειρής + κατάληξη θηλυκού -ού

Ουσιαστικό

ψειρού θηλυκό

  1. θηλυκό του ψειρής
  2. (μεταφορικά) η φυλακή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.