ακουστικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ακουστικό | τα | ακουστικά |
| γενική | του | ακουστικού | των | ακουστικών |
| αιτιατική | το | ακουστικό | τα | ακουστικά |
| κλητική | ακουστικό | ακουστικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ακουστικό ουδέτερο
- συσκευή ή τμήμα συσκευής που βάζουμε στο αφτί μας για να ακούσουμε
- (ειδικότερα) το μέρος ενός τηλεφώνου που ακουμπάμε στο αφτί μας για να ακούσουμε
Μεταφράσεις
ακουστικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ακουστικό
- αιτιατική ενικού του ακουστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ακουστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.

