ψειριάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψειριάζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ψειριάζω, αόρ.: ψείριασα, μτχ.π.π.: ψειριασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ψείρα

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.