ψειριάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψειριάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ψειριάζω, αόρ.: ψείριασα, μτχ.π.π.: ψειριασμένος (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ψειριάζω | ψείριαζα | θα ψειριάζω | να ψειριάζω | ψειριάζοντας | |
| β' ενικ. | ψειριάζεις | ψείριαζες | θα ψειριάζεις | να ψειριάζεις | ψείριαζε | |
| γ' ενικ. | ψειριάζει | ψείριαζε | θα ψειριάζει | να ψειριάζει | ||
| α' πληθ. | ψειριάζουμε | ψειριάζαμε | θα ψειριάζουμε | να ψειριάζουμε | ||
| β' πληθ. | ψειριάζετε | ψειριάζατε | θα ψειριάζετε | να ψειριάζετε | ψειριάζετε | |
| γ' πληθ. | ψειριάζουν(ε) | ψείριαζαν ψειριάζαν(ε) |
θα ψειριάζουν(ε) | να ψειριάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ψείριασα | θα ψειριάσω | να ψειριάσω | ψειριάσει | ||
| β' ενικ. | ψείριασες | θα ψειριάσεις | να ψειριάσεις | ψείριασε | ||
| γ' ενικ. | ψείριασε | θα ψειριάσει | να ψειριάσει | |||
| α' πληθ. | ψειριάσαμε | θα ψειριάσουμε | να ψειριάσουμε | |||
| β' πληθ. | ψειριάσατε | θα ψειριάσετε | να ψειριάσετε | ψειριάστε | ||
| γ' πληθ. | ψείριασαν ψειριάσαν(ε) |
θα ψειριάσουν(ε) | να ψειριάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ψειριάσει | είχα ψειριάσει | θα έχω ψειριάσει | να έχω ψειριάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ψειριάσει | είχες ψειριάσει | θα έχεις ψειριάσει | να έχεις ψειριάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ψειριάσει | είχε ψειριάσει | θα έχει ψειριάσει | να έχει ψειριάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ψειριάσει | είχαμε ψειριάσει | θα έχουμε ψειριάσει | να έχουμε ψειριάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ψειριάσει | είχατε ψειριάσει | θα έχετε ψειριάσει | να έχετε ψειριάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ψειριάσει | είχαν ψειριάσει | θα έχουν ψειριάσει | να έχουν ψειριάσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ψειριασμένος - είμαστε, είστε, είναι ψειριασμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ψειριασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ψειριασμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ψειριασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ψειριασμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ψειριασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ψειριασμένοι | |||||
Μεταφράσεις
ψειριάζω
|
|
Πηγές
- ψειριάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.