πέτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πέτο τα πέτα
      γενική του πέτου των πέτων
    αιτιατική το πέτο τα πέτα
     κλητική πέτο πέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πέτο σακακιού

Ετυμολογία

πέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική petto

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpe.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πέτο
τονικό παρώνυμο: πετώ

Ουσιαστικό

πέτο ουδέτερο

  • (ενδυμασία) το μέρος του σακακιού που διπλώνει στο στήθος και συνεχίζεται πίσω από το λαιμό για να σχηματίσει το γιακά
    φορούσε ένα λουλούδι στο πέτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.