φθείρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | φθείρ | οἱ | φθεῖρες |
| γενική | τοῦ | φθειρός | τῶν | φθειρῶν |
| δοτική | τῷ | φθειρῐ́ | τοῖς | φθειρσῐ́(ν) |
| αιτιατική | τὸν | φθεῖρᾰ | τοὺς | φθεῖρᾰς |
| κλητική ὦ! | φθείρ | φθεῖρες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φθεῖρε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | φθειροῖν | ||
| Ή θηλυκό στην ελληνιστική κοινή. | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φθείρ' όπως «φθείρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φθείρ < φθείρω
Ουσιαστικό
φθείρ αρσενικό (στην ελληνιστική κοινή, θηλυκό)
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Απόγονοι
φθείρ (αρχαία ελληνικά)
- ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: ψεῖρα
- ⇒ ποντιακά: φτείρα
- ⇒ κατωιταλικά: φτείρα, φτείρο, ττείρο, ττείρα
- ⇒ καππαδοκικά: φτείρος, φτ(ʃ)ειρ'
Πηγές
- φθείρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φθείρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- «φθειρ», «ψείρα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.