ψειρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψειρίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ψειρίζω, αόρ.: ψείρισα, παθ.φωνή: ψειρίζομαι, π.αόρ.: ψειρίστηκα, μτχ.π.π.: ψειρισμένος

  1. (λαϊκότροπο) αφαιρώ τις ψείρες, καθαρίζω κάτι από τις ψείρες
      Κάτω από μιαν κατάκαρπη ροδιά μια σταφιδιασμένη γριούλα ψείριζε το εγγονάκι της. (Νίκος Καζαντζάκης Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946) [μυθιστόρημα])
     συνώνυμα: ξεψειρίζω, ξεψειριάζω
  2. (μεταφορικά) μελετώ κάτι και το εξετάζω επίμονα ως την παραμικρή του λεπτομέρεια
  3. (μεταφορικά, λαϊκότροπο) κλέβω, ληστεύω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.