ψειρής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψειρής οι ψειρήδες
      γενική του ψειρή των ψειρήδων
    αιτιατική τον ψειρή τους ψειρήδες
     κλητική ψειρή ψειρήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψειρής < ψείρα + -ής

Ουσιαστικό

ψειρής αρσενικό (θηλυκό: ψειρού)

  1. αυτός που έχει ψείρες
     συνώνυμα: ψειριάρης, ψειριασμένος, ψειριάρικος
  2. (μεταφορικά)
    1. βρόμικος
    2. τσιγκούνης
    3. απατεώνας
    4. φτωχός που προσπαθεί να δείχνει πλούσιος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.