ζωύφιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζωύφιο τα ζωύφια
      γενική του ζωύφιου
& ζωυφίου
των ζωύφιων
& ζωυφίων
    αιτιατική το ζωύφιο τα ζωύφια
     κλητική ζωύφιο ζωύφια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζωύφιο < (ελληνιστική κοινή) ζῳύφιον

Ουσιαστικό

ζωύφιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.