μικρόφωνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μικρόφωνο | τα | μικρόφωνα |
| γενική | του | μικρόφωνου & μικροφώνου |
των | μικρόφωνων & μικροφώνων |
| αιτιατική | το | μικρόφωνο | τα | μικρόφωνα |
| κλητική | μικρόφωνο | μικρόφωνα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μικρόφωνο δυναμικού τύπου
Ετυμολογία
- μικρόφωνο < (λόγιο δάνειο) γαλλική microphone.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε μικρό- + -φωνο
Προφορά
- ΔΦΑ : /miˈkɾo.fo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐κρό‐φω‐νο
Ουσιαστικό
μικρόφωνο ουδέτερο
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
μικρόφωνο
Αναφορές
- μικρόφωνο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.