ξεψείρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεψείρισμα | τα | ξεψειρίσματα |
| γενική | του | ξεψειρίσματος | των | ξεψειρισμάτων |
| αιτιατική | το | ξεψείρισμα | τα | ξεψειρίσματα |
| κλητική | ξεψείρισμα | ξεψειρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεψείρισμα < ξεψειρίζω και ξεψειριάζω
Ουσιαστικό
ξεψείρισμα ουδέτερο
- το καθάρισμα του κεφαλιού ενός ανθρώπου ή του τριχώματος ενός ζώου από τις ψείρες
- Το ξεψείρισμα θα μας πάρει πάνω από μία ώρα κιάντε πάλι σε 2 μέρες τα ίδια. Στο' χα πει εγώ να τα κόψεις τα μαλλιά σου, αλλά ποιός μ' ακούει εμένα;
- (κατ’ επέκταση) η ενασχόληση με λεπτομέρειες στην επιμέλεια κειμένου, λογαριασμών ή γενικά στη διάρκεια έρευνας
- Αμάν πια με το ξεψείρισμα των μονόστηλων. Κλείνουν οι αθλητικές σελίδες κι εσύ χρωστάς τρία κείμενα. Σε περιοδικό νομίζεις ότι δουλεύεις;
Μεταφράσεις
ξεψείρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.