ταλαιπωρώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ταλαιπωρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταλαιπωρῶ

Ρήμα

ταλαιπωρώ

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.