ψήστης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψήστης οι ψήστες
      γενική του ψήστη των ψηστών
    αιτιατική τον ψήστη τους ψήστες
     κλητική ψήστη ψήστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψήστης < ψήνω

Ουσιαστικό

ψήστης αρσενικό

  1. αυτός που ψήνει, που είναι υπεύθυνος για το ψήσιμο σε ψησταριά ή σε σούβλα
    • επαγγελματίας με εμπειρία στο ψήσιμο σε ψησταριά
    • το άτομο της παρέας που ψήνει ή που γυρνάει τη σούβλα σε ένα οικογενειακό ή φιλικό τσιμπούσι, μάζωξη κλπ

Συγγενικά

  • ψήστρια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.