ψησταριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ψησταριά | οι | ψησταριές |
| γενική | της | ψησταριάς | των | ψησταριών |
| αιτιατική | την | ψησταριά | τις | ψησταριές |
| κλητική | ψησταριά | ψησταριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψησταριά < ψήστης + -αριά
Προφορά
- ΔΦΑ : /psi.staˈɾʝa/
Ουσιαστικό
ψησταριά θηλυκό
- κατασκευή που περιέχει χώρο για κάρβουνα και σχάρα για να ψηθούν κρέατα ή ψάρια
- εστιατόριο που σερβίρει κυρίως κρέατα ψημένα στα κάρβουνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.