ἕψω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἕψω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ἕψω
- παρασκευάζω φαγητό με βρασμό
- (γενικότερα) μαγειρεύω
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14, 57 30, @perseus.tufts.edu
- κάτιλλος δὲ ὀρνᾶτος ὁ λεγόμενος παρὰ ῾Ρωμαίοις οὕτως γίγνεται· θρίδακας πλύνας ξέσον καὶ ἐμβαλὼν οἶνον εἰς θυίαν τρῖβε τὰς θρίδακας, εἶτα τὸν χυλὸν ἐκπιέσας σελίγνιον συμφύρασον αὐτῷ καὶ συμπεσεῖν ἐάσας μετ' ὀλίγον τρῖψον εὐτόνως, προσβαλὼν ὀλίγον στέατος χοιρείου καὶ πέπερι, καὶ πάλιν τρίψας ἕλκυσον λάγανον καὶ λειάνας ἐκτεμὼν κατάτεμνε καὶ ἕψε εἰς ἔλαιον θερμότατον εἰς ἠθμὸν βαλὼν τὰ κατακεκομμένα. ἄλλα πλακούντων γένη· ὀστρακίτης, ἀττανῖται, ἄμυλον, τυροκόσκινον.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14, 57 30, @perseus.tufts.edu
- (μεταφορικά) παρασκευάζω
- τήκω, λιώνω
Συνώνυμα
Σύνθετα
- ἀφέψω
- ἐξέψω
- καθέψω
- ὑπερέψω
- ἑψάω
- ἑψέω
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.