ζεσταίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζεσταίνω < ζεστός + -αίνω

Ρήμα

ζεσταίνω, πρτ.: ζέσταινα, στ.μέλλ.: θα ζεστάνω, αόρ.: ζέστανα, παθ.φωνή: ζεσταίνομαι, μτχ.π.π.: ζεσταμένος

  1. ανεβάζω τη θερμοκρασία ενός σώματος
    μου αρέσει να με ζεσταίνει ο ήλιος αυτές τις κρύες μέρες
  2. (αμετάβατο, στο γ' ενικό) ανεβαίνει η θερμοκρασία του περιβάλλοντος
    ζέστανε λίγο ο καιρός τις τελευταίες μέρες
  3. (παθητικό)  δείτε τη λέξη ζεσταίνομαι

Εκφράσεις

Σύνθετα

Συγγενικά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.