ζεσταίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ζεσταίνω, πρτ.: ζέσταινα, στ.μέλλ.: θα ζεστάνω, αόρ.: ζέστανα, παθ.φωνή: ζεσταίνομαι, μτχ.π.π.: ζεσταμένος
- ανεβάζω τη θερμοκρασία ενός σώματος
- μου αρέσει να με ζεσταίνει ο ήλιος αυτές τις κρύες μέρες
- (αμετάβατο, στο γ' ενικό) ανεβαίνει η θερμοκρασία του περιβάλλοντος
- ζέστανε λίγο ο καιρός τις τελευταίες μέρες
- (παθητικό) → δείτε τη λέξη ζεσταίνομαι
Εκφράσεις
- ζεστάθηκε το κοκαλάκι μου
Σύνθετα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ζεστός
Συνώνυμα
Αντώνυμα
- κρυώνω
- παγώνω
- και → δείτε τη λέξη ζεσταίνομαι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ζεσταίνω | ζέσταινα | θα ζεσταίνω | να ζεσταίνω | ζεσταίνοντας | |
| β' ενικ. | ζεσταίνεις | ζέσταινες | θα ζεσταίνεις | να ζεσταίνεις | ζέσταινε | |
| γ' ενικ. | ζεσταίνει | ζέσταινε | θα ζεσταίνει | να ζεσταίνει | ||
| α' πληθ. | ζεσταίνουμε | ζεσταίναμε | θα ζεσταίνουμε | να ζεσταίνουμε | ||
| β' πληθ. | ζεσταίνετε | ζεσταίνατε | θα ζεσταίνετε | να ζεσταίνετε | ζεσταίνετε | |
| γ' πληθ. | ζεσταίνουν(ε) | ζέσταιναν ζεσταίναν(ε) |
θα ζεσταίνουν(ε) | να ζεσταίνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ζέστανα | θα ζεστάνω | να ζεστάνω | ζεστάνει | ||
| β' ενικ. | ζέστανες | θα ζεστάνεις | να ζεστάνεις | ζέστανε | ||
| γ' ενικ. | ζέστανε | θα ζεστάνει | να ζεστάνει | |||
| α' πληθ. | ζεστάναμε | θα ζεστάνουμε | να ζεστάνουμε | |||
| β' πληθ. | ζεστάνατε | θα ζεστάνετε | να ζεστάνετε | ζεστάνετε | ||
| γ' πληθ. | ζέσταναν ζεστάναν(ε) |
θα ζεστάνουν(ε) | να ζεστάνουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ζεστάνει | είχα ζεστάνει | θα έχω ζεστάνει | να έχω ζεστάνει | ||
| β' ενικ. | έχεις ζεστάνει | είχες ζεστάνει | θα έχεις ζεστάνει | να έχεις ζεστάνει | ||
| γ' ενικ. | έχει ζεστάνει | είχε ζεστάνει | θα έχει ζεστάνει | να έχει ζεστάνει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ζεστάνει | είχαμε ζεστάνει | θα έχουμε ζεστάνει | να έχουμε ζεστάνει | ||
| β' πληθ. | έχετε ζεστάνει | είχατε ζεστάνει | θα έχετε ζεστάνει | να έχετε ζεστάνει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ζεστάνει | είχαν ζεστάνει | θα έχουν ζεστάνει | να έχουν ζεστάνει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.