ψηστιέρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψηστιέρα οι ψηστιέρες
      γενική της ψηστιέρας
    αιτιατική την ψηστιέρα τις ψηστιέρες
     κλητική ψηστιέρα ψηστιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψηστιέρα < ψήστης + -ιέρα
Ψηστιέρα σε κατάστημα.

Ουσιαστικό

ψηστιέρα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.