ψηστικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | ψηστικά | ||
| γενική | των | ψηστικών | ||
| αιτιατική | τα | ψηστικά | ||
| κλητική | ψηστικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψηστικά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ψηστικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η αμοιβή που καταβάλλεται σε φούρναρη για το ψήσιμο φαγητού
Μεταφράσεις
ψηστικά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.