τυραννώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τυραννώ < αρχαία ελληνική < τύραννος

Ρήμα

τυραννώ

  1. επιβάλλω τη θέλησή μου με βίαιο ή καταπιεστικό τρόπο
  2. προκαλώ σε κάποιον σωματικό ή ψυχικό πόνο
  3. προκαλώ σε κάποιον πολύ μεγάλη ενόχληση, ταλαιπωρία
  4. ασκώ αυθαίρετη και καταπιεστική εξουσία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.