ψήνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ψήνομαι

  • παθητική φωνή του ρήματος ψήνω
  • με επιπλέον σημασία: σκέφτομαι να κάνω κάτι
    Ψήνομαι ν' αγοράσω καινούριο υπολογιστή.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.