ψάμμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ψάμμος | οι | ψάμμοι |
| γενική | της | ψάμμου | των | ψάμμων |
| αιτιατική | την | ψάμμο | τις | ψάμμους |
| κλητική | ψάμμε (ψάμμο) |
ψάμμοι | ||
| Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψάμμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψάμμος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sable[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpsa.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψάμ‐μος
Ουσιαστικό
ψάμμος θηλυκό, μόνο στον ενικό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ψάμμος
|
|
Αναφορές
- ψάμμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ψάμμος | αἱ | ψάμμοι |
| γενική | τῆς | ψάμμου | τῶν | ψάμμων |
| δοτική | τῇ | ψάμμῳ | ταῖς | ψάμμοις |
| αιτιατική | τὴν | ψάμμον | τὰς | ψάμμους |
| κλητική ὦ! | ψάμμε | ψάμμοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψάμμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ψάμμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ψάμμος θηλυκό
- οι κόκκοι της άμμου, αμμώδης έκταση, η αμμουδιά
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ νούσων [νόσων], (De morbis i-iii), 4.55, p.604, @scaife.perseus
- ἔστιν ὅτε λίθοι δύο ἢ καὶ πλείονες ἕτεροι σμικροὶ τρόπῳ τῷ αὐτῷ, ὥσπερ καὶ τὴν μίαν εἴρηκα, γίνονται· γίνεται δὲ καὶ ὑπὸ τοιούτου· ἐπὴν ὁ λίθος ξυμπαγῇ, καὶ βάθος γένηται ἐς τὴν κύστιν τῇ ψάμμῳ τῇ γενομένῃ χωρὶς, ἐλθούσης δὲ τῆς ψάμμου ὁ λίθος μὴ προσλάβῃ πρὸς ἑωυτῷ, ἀλλὰ βαρυτέρη καὶ πλείων γένηται, [ἢ] ὥστε μὴ πήγνυσθαι αὐτὴν πρὸς ἑωυτὴν, καὶ οὕτως δύο λίθοι γίνονται· γίνονται δὲ καὶ πλείονες τρόπῳ τῷ αὐτῷ, καὶ ξυγκρουομένων πρὸς ἀλλήλους ἐν τῇ κλονήσει περιθραύεται καὶ διουρέεται τὸ ψαμμῶδες.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 102.1
- κατὰ γὰρ τοῦτό ἐστι ἐρημίη διὰ τὴν ψάμμον.
- γιατί σ᾽ εκείνα τα μέρη είναι έρημος εξαιτίας της άμμου.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- κατὰ γὰρ τοῦτό ἐστι ἐρημίη διὰ τὴν ψάμμον.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ νούσων [νόσων], (De morbis i-iii), 4.55, p.604, @scaife.perseus
- έρημος της Λιβύης
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 32.4
- τὰ δὲ ὑπὲρ θαλάσσης τε καὶ τῶν ἐπὶ θάλασσαν κατηκόντων ἀνθρώπων, [τὰ κατύπερθε] θηριώδης ἐστὶ ἡ Λιβύη· τὰ δὲ κατύπερθε τῆς θηριώδεος ψάμμος τέ ἐστι καὶ ἄνυδρος δεινῶς καὶ ἔρημος πάντων.
- αλλά πέρα από τη θάλασσα και από τους ανθρώπους που κατοικούν κοντά στη θάλασσα, η Λιβύη είναι γεμάτη θηρία· και πέρα από την περιοχή των θηρίων είναι όλο άμμος, φοβερή ξηρασία και δεν υπάρχει ψυχή.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τὰ δὲ ὑπὲρ θαλάσσης τε καὶ τῶν ἐπὶ θάλασσαν κατηκόντων ἀνθρώπων, [τὰ κατύπερθε] θηριώδης ἐστὶ ἡ Λιβύη· τὰ δὲ κατύπερθε τῆς θηριώδεος ψάμμος τέ ἐστι καὶ ἄνυδρος δεινῶς καὶ ἔρημος πάντων.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας Αρριανός, Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις, 3.3.3
- ἐντεῦθεν δὲ ἐς τὴν μεσόγαιαν ἐτράπετο, ἵνα τὸ μαντεῖον ἦν τοῦ Ἄμμωνος. ἔστι δὲ ἐρήμη τε ἡ ὁδὸς καὶ ψάμμος ἡ πολλὴ αὐτῆς καὶ ἄνυδρος.
- Από εκεί στράφηκε προς το εσωτερικό, όπου ήταν το μαντείο του Άμμωνα. Ο δρόμος είναι έρημος και κατά το μεγαλύτερο μέρος αμμώδης και άνυδρος.
- Μετάφραση (1986), Θ.Χ. Σαρικάκης, @greek‑language.gr
- ἐντεῦθεν δὲ ἐς τὴν μεσόγαιαν ἐτράπετο, ἵνα τὸ μαντεῖον ἦν τοῦ Ἄμμωνος. ἔστι δὲ ἐρήμη τε ἡ ὁδὸς καὶ ψάμμος ἡ πολλὴ αὐτῆς καὶ ἄνυδρος.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 32.4
Παροιμίες
- (για δήλωση πολύ μεγάλου αριθμού πραγμάτων) ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 2. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ κέλητι, 98 (2.98-2.100)
- ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, | καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ᾽ ἄλλοις ἔθηκεν, | τίς ἂν φράσαι δύναιτο;
- μα της άμμου οι κόκκοι αμέτρητοι είναι, | κι όσες εκείνος έδωσε χαρές στους άλλους | ποιος θα μπορούσε να τις αριθμήσει;
- Μετάφραση (2004), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, | καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ᾽ ἄλλοις ἔθηκεν, | τίς ἂν φράσαι δύναιτο;
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 2. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ κέλητι, 98 (2.98-2.100)
- ( για ανάξιο λόγου πράγμα ή για κάτι που είναι μάταιο) ἐκ ψάμμου σχοινίον πλέκειν
Πηγές
- ψάμμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψάμμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.