ψάω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ψάω < αβέβαιης ετυμολογίας, συγγενές των ψαύω και ψαίω

Ρήμα

ψάω-ψῶ ( & ποιητικός τύπος ψώω)

  1. αλέθω
  2. ξύνω, τρίβω απαλά
  3. γυαλίζω
  4. (αμετάβατο) διαλύομαι, κονιορτοποιούμαι
    • τοῦτ᾽ ἠφάνισται διάβορον πρὸς οὐδενὸς τῶν ἔνδον, ἀλλ᾽ ἐδεστὸν ἐξ αὑτοῦ φθίνει, καὶ ψῇ - αυτό εξαφανίστηκε, δεν το έφαγε κάτι μέσα από το σπίτι, αλλά κατάπιε τον εαυτό του και φθάρθηκε, κονιορτοποιήθηκε (σαν πριονίδι, όπως λέει παρακάτω)
  5. ψαύω, ψηλαφώ

Σύνθετα

  • ἀναψάω
  • ἀποψάω
  • διαψάω
  • ἐμψάω
  • ἐναποψάω
  • ἐπικαταψάω
  • ἐπιψάω
  • καταψάω
  • παραψάω
  • περιψάω
  • προκαταψάω
  • συμψάω
  • ὑποψάω

Συγγενικά

Σημειώσεις

  • το ρήμα ψάω και τα συγγενή του ψώω, ψέω, ψήω αναπτύχθηκαν παράλληλα (το ψώχω μεταγενέστερο) και σήμαιναν τρίβω, κόβω σε τεμάχια, αλέθω, ξύνω, λειαίνω, ομαλύνω κονιορτοποιώ, διαλύομαι
  • πάντα συνηρημένο, ψῶ, ψῇς, ψῇ, απαρέμφατο ψῆν, παρατατικός ἀπέψων (αλλά γ πρόσωπο απαντά ἀπέψη), μέλλων ψήσω, αόριστος ἔψησα, παθητ. αόριστος ἐψήθην και ἐψήσθην , παρακείμενος ἔψησμαι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.