ψάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ψάω-ψῶ ( & ποιητικός τύπος ψώω)
- αλέθω
- ξύνω, τρίβω απαλά
- γυαλίζω
- (αμετάβατο) διαλύομαι, κονιορτοποιούμαι
- τοῦτ᾽ ἠφάνισται διάβορον πρὸς οὐδενὸς τῶν ἔνδον, ἀλλ᾽ ἐδεστὸν ἐξ αὑτοῦ φθίνει, καὶ ψῇ - αυτό εξαφανίστηκε, δεν το έφαγε κάτι μέσα από το σπίτι, αλλά κατάπιε τον εαυτό του και φθάρθηκε, κονιορτοποιήθηκε (σαν πριονίδι, όπως λέει παρακάτω)
- ψαύω, ψηλαφώ
Σύνθετα
- ἀναψάω
- ἀποψάω
- διαψάω
- ἐμψάω
- ἐναποψάω
- ἐπικαταψάω
- ἐπιψάω
- καταψάω
- παραψάω
- περιψάω
- προκαταψάω
- συμψάω
- ὑποψάω
Συγγενικά
Σημειώσεις
- το ρήμα ψάω και τα συγγενή του ψώω, ψέω, ψήω αναπτύχθηκαν παράλληλα (το ψώχω μεταγενέστερο) και σήμαιναν τρίβω, κόβω σε τεμάχια, αλέθω, ξύνω, λειαίνω, ομαλύνω κονιορτοποιώ, διαλύομαι
- πάντα συνηρημένο, ψῶ, ψῇς, ψῇ, απαρέμφατο ψῆν, παρατατικός ἀπέψων (αλλά γ πρόσωπο απαντά ἀπέψη), μέλλων ψήσω, αόριστος ἔψησα, παθητ. αόριστος ἐψήθην και ἐψήσθην , παρακείμενος ἔψησμαι
Πηγές
- ψάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.