ψάμαθος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψάμαθος αἱ ψάμαθοι
      γενική τῆς ψαμάθου τῶν ψαμάθων
      δοτική τῇ ψαμάθ ταῖς ψαμάθοις
    αιτιατική τὴν ψάμαθον τὰς ψαμάθους
     κλητική ! ψάμαθε ψάμαθοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψαμάθω
γεν-δοτ τοῖν  ψαμάθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψάμαθος < πιθανόν από το ψάω (=τρίβω, κονιορτοποιώ)

Ουσιαστικό

ψάμαθος θηλυκό

  1. η άμμος δίπλα στην θάλασσα
  2. (μεταφορικά) οι μυριάδες, οι αμέτρητοι

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.