ψαμμίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψαμμίτης οι ψαμμίτες
      γενική του ψαμμίτη των ψαμμιτών
    αιτιατική τον ψαμμίτη τους ψαμμίτες
     κλητική ψαμμίτη ψαμμίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δείγμα κόκκινου ψαμμίτη

Ετυμολογία

ψαμμίτης < (λόγιο δάνειο) γαλλική psammite[1] < (ελληνιστική κοινή) ψαμμίτης < αρχαία ελληνική ψάμμος

Ουσιαστικό

ψαμμίτης αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.