δήλωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δήλωση | οι | δηλώσεις |
| γενική | της | δήλωσης* | των | δηλώσεων |
| αιτιατική | τη | δήλωση | τις | δηλώσεις |
| κλητική | δήλωση | δηλώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, δηλώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δήλωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
δήλωση θηλυκό
- ρητή έκφραση κάποιας πληροφορίας, είτε γραπτά είτε προφορικά, με ενημερωτικό χαρακτήρα
- η δήλωση του υπουργού προκάλεσε αναστάτωση ανάμεσα στους βουλευτές
- γραπτός ισχυρισμός ή καταγραφή πληροφοριών που γίνεται επίσημα για την μετέπειτα αναφορά από άλλους (συχνά από κρατικές αρχές)
- φορολογική δήλωση, δήλωση συμμετοχής
- δήλωση ειλικρίνειας: Παλαιότερη ονομασία της σημερινής Υπεύθυνης Δήλωσης
- δήλωση 1509: Παλαιότερη ονομασία της σημερινής Υπεύθυνης Δήλωσης, βασισμένη στον τότε αριθμό της
- (προγραμματισμός) (για μεταβλητή) ο ορισμός του ονόματος (identifier) και του τύπου δεδομένων μεταβλητής
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
δήλωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.