ψαμμίαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ψαμμίαση | οι | ψαμμιάσεις |
| γενική | της | ψαμμίασης* | των | ψαμμιάσεων |
| αιτιατική | την | ψαμμίαση | τις | ψαμμιάσεις |
| κλητική | ψαμμίαση | ψαμμιάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ψαμμιάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψαμμίαση < ψαμμίασις στην καθαρεύουσα < αρχαία ελληνική ψάμμος
Ουσιαστικό
ψαμμίαση θηλυκό
- (ιατρική) μορφή νεφρολιθίασης, πάθηση κατά την οποία σχηματίζονται στους νεφρούς κρύσταλλοι αλάτων σαν την άμμο
Μεταφράσεις
ψαμμίαση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.