ψήω
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Παράγωγα
- ψήν-ηνός,μικρό έντομο που αναπτύσσεται στο καρπό της αγριοσυκιάς
- ο καρπός του αρσενικού φοίνικα
- ψήνες, κωμωδία του Μάγνη.
Συγγενικά
- ψεδνός
- ψῆφος
- ψηφίζω
- (παλίμ)ψηστος (που τον ξαναξύνουν)
- (ἀπό)ψημα (το σπογγισμένο, σκουπισμένο)
- (ἀπό)ψηστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.