ψαμμώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψαμμώδης | η | ψαμμώδης | το | ψαμμώδες |
| γενική | του | ψαμμώδους | της | ψαμμώδους | του | ψαμμώδους |
| αιτιατική | τον | ψαμμώδη | την | ψαμμώδη | το | ψαμμώδες |
| κλητική | ψαμμώδη(ς) | ψαμμώδης | ψαμμώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψαμμώδεις | οι | ψαμμώδεις | τα | ψαμμώδη |
| γενική | των | ψαμμωδών | των | ψαμμωδών | των | ψαμμωδών |
| αιτιατική | τους | ψαμμώδεις | τις | ψαμμώδεις | τα | ψαμμώδη |
| κλητική | ψαμμώδεις | ψαμμώδεις | ψαμμώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψαμμώδης < αρχαία ελληνική ψαμμώδης < ψάμμος + κατάληξη πλησμονής -ώδης
Επίθετο
ψαμμώδης, -ης, -ες
- ο γεμάτος άμμους, ο φτιαγμένος από άμμο, από ψάμμο, αλλά και εκείνος που μοιάζει να είναι από άμμο χωρίς απαραίτητα να είναι
- ψαμμώδης έκταση, ψαμμώδες πέτρωμα, έδαφος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ψαμμώδης
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ψαμμώδης | τὸ | ψαμμῶδες | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ψαμμώδους | τοῦ | ψαμμώδους | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ψαμμώδει | τῷ | ψαμμώδει | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ψαμμώδη | τὸ | ψαμμῶδες | ||
| κλητική ὦ! | ψαμμῶδες | ψαμμῶδες | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ψαμμώδεις | τὰ | ψαμμώδη | ||
| γενική | τῶν | ψαμμώδων | τῶν | ψαμμώδων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ψαμμώδεσῐ(ν) | τοῖς | ψαμμώδεσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ψαμμώδεις | τὰ | ψαμμώδη | ||
| κλητική ὦ! | ψαμμώδεις | ψαμμώδη | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψαμμώδει | τὼ | ψαμμώδει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ψαμμώδοιν | τοῖν | ψαμμώδοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ψαμμώδης, -ης, -ες
- αμμώδης
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 191.3
- ἡ μὲν γὰρ δὴ πρὸς τὴν ἠῶ τῆς Λιβύης, τὴν οἱ νομάδες νέμουσι, ἐστὶ ταπεινή τε καὶ ψαμμώδης μέχρι τοῦ Τρίτωνος ποταμοῦ,
- Γιατί η γη της ανατολικής Λιβύης, όπου ζουν οι νομάδες, ώς τον ποταμό Τρίτωνα, είναι χαμηλή κι όλο άμμο,
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἡ μὲν γὰρ δὴ πρὸς τὴν ἠῶ τῆς Λιβύης, τὴν οἱ νομάδες νέμουσι, ἐστὶ ταπεινή τε καὶ ψαμμώδης μέχρι τοῦ Τρίτωνος ποταμοῦ,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 32.6
- διεξελθόντας δὲ χῶρον πολλὸν ψαμμώδεα καὶ ἐν πολλῇσι ἡμέρῃσι ἰδεῖν δή κοτε δένδρεα ἐν πεδίῳ πεφυκότα,
- και αφού είχαν διατρέξει μια μεγάλη αμμώδη περιοχή, ύστερα από πολλές ημέρες, είδαν κάποτε δέντρα φυτρωμένα σ᾽ ένα πλάτωμα·
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- διεξελθόντας δὲ χῶρον πολλὸν ψαμμώδεα καὶ ἐν πολλῇσι ἡμέρῃσι ἰδεῖν δή κοτε δένδρεα ἐν πεδίῳ πεφυκότα,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 191.3
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ψάμμος
Πηγές
- ψαμμώδης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψαμμώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.