ψαμμιτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψαμμιτικός | η | ψαμμιτική | το | ψαμμιτικό |
| γενική | του | ψαμμιτικού | της | ψαμμιτικής | του | ψαμμιτικού |
| αιτιατική | τον | ψαμμιτικό | την | ψαμμιτική | το | ψαμμιτικό |
| κλητική | ψαμμιτικέ | ψαμμιτική | ψαμμιτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψαμμιτικοί | οι | ψαμμιτικές | τα | ψαμμιτικά |
| γενική | των | ψαμμιτικών | των | ψαμμιτικών | των | ψαμμιτικών |
| αιτιατική | τους | ψαμμιτικούς | τις | ψαμμιτικές | τα | ψαμμιτικά |
| κλητική | ψαμμιτικοί | ψαμμιτικές | ψαμμιτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψαμμιτικός < ψαμμίτης
Επίθετο
ψαμμιτικός
- ο σχετικός με το πέτρωμα του ψαμμίτη
- ψαμμιτικός σχιστόλιθος, κερατόλιθος
- ψαμμιτική μάργα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.